- μελικός
- -ή, -ό (Α μελικός, -ή, -όν) [μέλος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέλος ή αυτός που συνοδεύεται ή εκτελείται με μέλος, ο λυρικός («μελικὴ ποίησις», Πλούτ.)2. το αρσ. ως ουσ. ο μελικόςο λυρικός ποιητήςαρχ.φρ. «μελικὸν σχῆμα» — η μορφή τών μελικών ποιημάτων, δηλαδή η σύνθεση κατά στροφές ή περιόδους.επίρρ...μελικῶς (Α)με μέλος, με μελωδία, με μελικό ή λυρικό τρόπο, λυρικά.
Dictionary of Greek. 2013.